- παραπλησιαζω
- παραπλησιάζωπαρα-πλησιάζω1) быть соседом, обитать по соседству Aesop.2) иметь сношения Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπλησιάζω — ΝΑ νεοελλ. πλησιάζω πολύ ή επικίνδυνα κοντά αρχ. 1. είμαι γείτονας, γειτονεύω 2. είμαι κοντά 3. μοιάζω 4. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek
παραπλησιαζόντων — παραπλησιάζω pres part act masc/neut gen pl παραπλησιάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιάζοντα — παραπλησιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl παραπλησιάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιάζουσι — παραπλησιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπλησιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιασθέντας — παραπλησιάζω aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιάζοντος — παραπλησιάζω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιάσωμεν — παραπλησιάζω aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπλησίαζε — παραπλησιάζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπλησίασαν — παραπλησιάζω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπλησίασε — παραπλησιάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπλησίασεν — παραπλησιάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)